- νεολαμπής
- νεο-λαμπής, ές,A shining anew, Man.4.510.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεολαμπής — ές (Α νεολαμπής, ές) (συν. για αστέρα) αυτός που λάμπει με καινούργια, δυνατή λάμψη («νεολαμπέα μήνην», Μαν.) νεοελλ. αστρον. συν. στον πληθ. νεολαμπείς παλαιός όρος για τους καινοφανείς αστέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ … Dictionary of Greek
νεολαμπέα — νεολαμπής shining anew neut nom/voc/acc pl (epic ionic) νεολαμπής shining anew masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεολαμπέες — νεολαμπής shining anew masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεολαμπέος — νεολαμπής shining anew masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek